πλανιέμαι — πλανήθηκα, πλανημένος 1. περιφέρομαι, περιέρχομαι ένα χώρο, αλητεύω. 2. κάνω λάθος, βρίσκομαι σε πλάνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
αμφιπέλομαι — ἀμφιπέλομαι (Α) (για μουσική) περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»] … Dictionary of Greek
αποπλανώ — (AM ἀποπλανῶ, άω, Α κ. έω) νεοελλ. 1. ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις, παρασύρω, ξελογιάζω γυναίκα 2. ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκου ή πνευματικά ανάπηρου προσώπου αρχ. Ι. 1. εκτρέπω από την ευθεία, απομακρύνω από το κύριο θέμα 2.… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
ερμοπλανιέμαι — περιπλανιέμαι έρημος, μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + πλανιέμαι] … Dictionary of Greek
μετεωροπολώ — μετεωροπολῶ, έω (Α) [μετεωροπόλος] 1. πλανιέμαι στον αέρα 2. ασχολούμαι με υψηλά, με ανώτερα πράγματα … Dictionary of Greek
ξενοπλανημένος — και ξενοπλανεμένος, η, ο 1. αυτός που απατήθηκε, που ξεγελάστηκε από ξένους 2. αυτός που περιπλανήθηκε σε ξένες χώρες («ζητούσε τού Οδυσσέα τη σύγκλινη τού ξενοπλανημένου», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πλανώμαι / πλανιέμαι] … Dictionary of Greek
περιπλάζομαι — Μ περιπλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλάζομαι «πλανιέμαι, απομακρύνομαι από τον σωστό δρόμο»] … Dictionary of Greek
πλανώμαι — πλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και πλανιέμαι Ν βλ. πλανώ … Dictionary of Greek